...όταν εθνικιστές/πατριώτες κάνουν ορθογραφικά. "Αυτό δεν είναι [...] παρά σαφή υποδαύλιση...". "παρέκλιση".
Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008
γελάω πολύ
Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2008
οι συστάσεις είναι περιττές (μια θα αρκούσε)
Προσέξτε πως οι δύο φράσεις ακούγονται ακριβώς ίδιες. Πείτε τις δυνατά, και εκπλαγείτε με την ομοιότητα. Θα έλεγε κανείς πως είναι δίδυμες, αν και οι οικογένειές τους το αρνούνται.
Η πηγή αυτής της περίεργης σύμπτωσης δεν είναι το γνωστό κινηματογραφικό κλισέ των ασχέτων αλλά πανομοιότυπων ανθρώπων που συναντούν ο ένας τον άλλο και αποφασίζουν να ανταλλάξουν ζωές για μια μέρα ("η ομοιότητα είναι εκπληκτική!" - σας προκαλώ να βρείτε σενάριο τέτοιας ταινίας που δεν περιέχει αυτή την πρόταση). Είναι κάτι μάλλον σαν αυτό:
Το μπέρδεμα δημιουργείται από τις λέξεις συστάσεις και συστάσεις, οι οποίες προέρχονται από τους ίδιους γονείς, άσχετα αν οι οικογένειές τους το αρνούνται. Και θα αποκαλύψουμε ευθύς αμέσως (συνεχίζω με τα κλισέ, είναι ας πούμε this post's own particular idiom), με αποδείξεις, την αλήθεια!
Το συνιστώ ήταν ένα θεοσεβούμενο, καθώς πρέπει ρήμα. Όμως ο κόσμος προχωρεί, οι καιροί αλλάζουν (o tempo'a, o mo'es), και οι θρησκείες το ίδιο. Οι θεοί που σεβόταν το συνιστώ ήταν δώδεκα και ζούσαν πάνω σε ένα βουνό, μέχρι που κάποιος το ανέβηκε και ανακάλυψε ότι δεν ήταν κανείς εκεί πάνω. Για να μην μακρηγορήσω, το συνιστώ αναγκάστηκε να αλλάξει όνομα, τόπο κτλ. Πήρε το όνομα ενός παλιού εξαδέλφου (του συστήσω), και άλλαξε τελείως ζωή. Κατά μια έννοια, ήταν σα να μπήκε σε ένα γλωσσικό πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων (γουίτνες προτέξιον πρόγκραμ, αμέ)! Κλισέ.
Η μαλακία είναι πως το αρχικό ρήμα επέζησε στη νεοελληνική! Και σαν καλή, χριστιανική γλώσσα, η νεοελληνική δέχτηκε και τα δύο ρήματα. Έτσι, μια μέρα κι εγώ, αθώος, χρειάστηκα ένα ουσιαστικό που να δηλώνει την πράξη του συστήνω. "...σύστηση; όχι, αυτό δεν υπάρχει. σύσταση; όχι, αυτό είναι του συνιστώ - γουέητ α μίνιτ!" Και κάπως έτσι φτάσαμε εδώ.
Τελικά, εγώ είμαι γκρινιάρης, ή η νεοελληνική παραείναι δεκτική; Τσκ Τσκ. Αυτό το φαινόμενο έχει παραγίνει: λέξεις που έχουν αλλάξει σημασία, συνυπάρχουν με άλλες που έχουν κρατήσει την αρχική, ή με τις ίδιες τις αρχικές, και χωρίς καμία λογική σημαίνουν άλλα πράγματα.
Αλλά πες ότι δεχόμαστε πως οι λέξεις αλλάζουν έννοια στην φυσική πορεία της γλώσσας. Σύμφωνοι. Άλλη μια βάσιμη απορία είναι, πως έφτασε η μετεξέλιξη του συνιστώ, να σημαίνει 'γνωρίζω κάποιον σε κάποιον άλλο'; Διευκρινίζω πως αυτό είναι ειλικρινής απορία, και δεν περιέχει κατάκριση (εντάξει, μπορεί λίγη). Μπάχαλο.
Και η άχρηστη (αλλά διασκεδαστική) πληροφορία της ημέρας:
(σχόλιο σε λέξη από το λεξικό του κου Μπάμπι) συνίσταται-συνιστάται. Οι λέξεις διαφέρουν στη σημασία τους: Το συνίσταται σημαίνει (ανάλογα με την πρόθεση, με την οποία συντάσσεται): 1) "αποτελείται" [...] 2) "έγκειται, βρίσκεται, υπάρχει" [...]. Αντίθετα, το συνιστάται σημαίνει "προτείνεται, δίδεται η συμβουλή, γίνεται η σύσταση" [...]
Χα. Υπάρχουν πολλά που βρίσκω διασκεδαστικά, αλλά δε θα τα αναφέρω όλα. Το μόνο που απλά δεν μπορεί να μην αναφερθεί, είναι πως ένας από τους δύο τύπους είναι απλά λάθος. Και μάλιστα, θα τολμήσω να πω πως είναι ο δεύτερος, εφόσον το 'αι' στο τέλος της λέξης ήταν βραχύ, και επομένως δεν υπάρχει λόγος καθόδου του τόνου. Εάν κάνω λάθος, διορθώστε με.
Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2008
πάμε από 'δω
Η φράση του τίτλου, από τότε που την πρόσεξα, άρχισε να μου χτυπάει άσχημα. Σκεφτείτε τη κυριολεκτικά. Εάν δε σας ενοχλεί, επιτρέψτε μου να βοηθήσω (για να ενοχληθείτε κι εσείς).
Έστω ότι κάτι είναι στο Α, και πάει στο Β. Κυριολεκτικά, μεταφορικά, όπως να 'ναι. Η έννοια του από, όπως τουλάχιστον δείχνει η συντριπτική πλειοψηφία των χρήσεών του, φαίνεται στη φράση "Β από Α", που περιγράφει το παραπάνω γεγονός.
Όταν όμως λέμε "πάμε από 'δω", είμαστε στο Α, και θα μεταβούμε στο Β. Και αυτό το ονομάζουμε να "πάμε από το Β". Εγώ φταίω;
Φαίνεται πως μάλλον ο ένοχος είναι η σωστή χρήση της πρόθεσης, στο φράση "έρχεται από 'δω". Με την πολλή χρήση, ίσως το συλλογικό γλωσσικό ασυνείδητο παρερμήνευσε τη φράση "από 'δω", και της έδωσε τη σημασία της τοποθεσίας, άσχετα με την κατεύθυνση της κίνησης προς ή από αυτήν.
Εγώ μια φορά, παλεύω να λέω "θα πάμε προς τα εδώ". Μετά χαράς όμως, διαπιστώνω ότι η φράση "άντε από 'δω", είναι σωστή και σοφά πλασμένη, και μπορείτε να συνεχίσετε να τη χρησιμοποιείτε άφοβα.
Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008
αξιολάτρευτες βλακειούλες
Σήμερα θα μιλήσουμε για μικροπράγματα. Πραγματάκια, αν θέλετε. Το χαρακτηριστικό αυτών των πραγματακίων δεν είναι τόσο το ότι είναι μικρούλια, αλλά το ότι δεν έχουν γενική. Γενικούλα. Αυτή την αξιαγάπητη πτωσούλα, μικροί μας τηλεθεατούληδες.
Ας σκεφτούμε τώρα όλοι μαζί, ναι, και εσείς οι τηλεθεατούληδες στα σπιτάκια σας, γιατί τα καημενούλια τα ουσιαστικάκια δεν έχουν γενική όταν είναι μικρούλια; Ή μήπως μικράκια; Πάρτε τώρα τηλέφωνο στην εκπομπούλα μας, και πείτε μας το μακρούλι και το κοντούλι σας.
Αυτό, αγαπητοί τηλεθεατούληδες, εμείς εδώ στην εκπομπή το λέμε πρόχειρο σχεδιασμό. Φανταστείτε τώρα ότι είστε φιλολογούληδες και θέλετε να δημιουργήσετε κανόνες για τη γλώσσα σας, να ορίσετε μια μορφή της η οποία θα είναι αποδεκτή ως η σωστή. Στο έργο σας πρέπει να λάβετε υπ' όψιν σας την καθομιλουμένη μορφή της γλώσσας, αλλά και να την σουλουπώσετε εισάγοντας συνέπεια. Και ευρίσκεστε ενώπιον της υποκοριστικής κατάληξης. Δε γνωρίζω τι περνά από το μυαλό σας, πάντως θα πρέπει να είναι κάτι πολύ σημαντικό, για να παραβλέψετε ότι αυτή η αξιολάτρευτη καταληξούλα μετατρέπει το θύμα της σε ένα τέρας χωρίς γενική.
Δε θέλω να παρεξηγηθώ, συνειδητοποιώ πως οι υποκοριστικές λέξεις είναι μια πολύ χαριτωμένη προσθήκη στη γλώσσα, και μάλιστα, δεν υπάρχει σε καμία άλλη από τις λίγες γλώσσες που γνωρίζω. Αυτό, οφείλω να ομολογήσω, είναι εντυπωσιακό, και σχεδόν πάντα το συναντώ ανάποδα: η νεοελληνική δεν έχει κάποια έννοια ή τρόπο έκφρασης που βρίσκω σε μια άλλη γλώσσα (συνήθως την αγγλική, που γνωρίζω καλύτερα). Άλλη χάρη έχει το le petit enfant, κι άλλη το παιδάκι. Από την άλλη, υπάρχει και το du petit enfant. Εκεί σκάμε και τα μάτια κάτω.
Ωστόσο, παρά τα οφέλη των υποκοριστικών, η υλοποίησή τους είναι απαίσια. Σύμφωνοι, τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα σε όλες τις καταλήξεις.
Η κατάληξη -ούλα τα έχει καταφέρει σχετικά καλά: μπορώ να πω 'η αποφασιστικότητα στο βλέμμα της σακούλας', και κανείς δε θα παραξενευτεί. Τουλάχιστον από τη γραμματική μου. Ωστόσο, εάν η γενναία σακούλα μου εμπνεύσει αποφασιστικότητα και σε άλλες συντρόφισσες σακούλες, τότε θα έχουμε την 'άποφασιστικότητα στο βλέμμα των σακουλών'. Ή μήπως των σακούλων; Μπλιαχ. Σε κάθε περίπτωση, η κατάληξη -ούλα τουλάχιστον έκανε μια προσπάθεια (στη λέξη σακουλίτσα δε θα αναφερθώ γιατί θα μακρηγορήσουμε).
Η κατάληξη -ίτσα πιθανώς ήταν αδύναμος χαρακτήρας, και επομένως ο συγχρωτισμός της με την -ούλα στη λέξη σακουλίτσα, την παρέσυρε κι αυτή στην ημιπαρανομία.
Η κατάληξη -ίτσος, είναι ανύπαρκτη, εκτός από την εφαρμογή της στη λέξη φιλεναδίτσος, που είναι πολύ χαρίεσσα, και την αφήνουμε ήσυχη.
Οι διάφορες άλλες αρσενικές καταλήξεις, -ούλης, -άκης, από την άλλη, είναι ιδιαίτερα βολικές, και οι κλίσεις τους ακούγονται ως εκ θαύματος δόκιμες. Εύγε. Αν και, αν θέλουμε να το ψειρίσουμε, η ονομαστική πληθυντικού των σε -άκος, δε μου πολυκάθεται καλά στα αφτιά, αλλά με άκρατο γλωσσικό σεξισμό, θα το αγνοήσω. Άλλωστε τι να πουν και οι γεράκοι, τι τους ενδιαφέρει εάν είναι δόκιμοι ή όχι.
Και ερχόμαστε στον πρωταγωνιστή της βραδιάς, τον εκλεκτό καλεσμένο, την κατάληξη -άκι. Εδώ έχουμε μια κατάληξη που αφαιρεί ολοσχερώς τη γενική από τα θύματά της - ενικού και πληθυντικού! Και δεν αρκείται σε αυτό!Δόλια, προσπαθεί να πείσει ότι έχει γενική, και μάλιστα λόγια, τουτέστιν παιδακίου, μαγκακίου και μπουκαλακίου, κατά τα υποθηκοφυλακείου και Αρσακείου! Ναι, ναι, να την προσέχετε.
Εγώ την έχω πατήσει. "Άσ' το το μπουκαλάκι εδώ, μωρέ, σιγά. Ποια είναι η αξία του-"
..μπουκαλακίου;"
Εν τω μεταξύ, δεν έχω καν αναφέρει ακόμα τη σύγχιση που επικρατεί σχετικά με την επιλογή της σωστής κατάληξης. Τεχνούλα; Τεχνίτσα; Λεξικάκι; Λεξικούλι; Γλωσσίτσα; Γλωσσούλα; Όχι, πείτε μου τον κανόνα, και θα τον διαλαλήσω. Σας προκαλώ.
Γενικά, ένα έχω να πω. Ντροπίτσα.
Και κουιζάκι: σε ποια πολυχρησιμοποιούμενη λέξη της καθομιλουμένης έχει επιζήσει η παλαιά υποκοριστική κατάληξη -ίδιον; Βρείτε το και καγχάστε.
Και τέλος ντισκλέημερ: γνωρίζω ότι την κανονικοποίηση της γλώσσας έκαναν σοβαροί άνθρωποι των οποίων το έργο και τις δυσκολίες δε συνειδητοποιώ. Δεν τους κατακρίνω. Ωστόσο ας κάνει κάποιος κάτι, ρε παιδιά.
Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008
το σύντομο ποστ: οι απαρχές
Μερικές λέξεις είναι απλά άσχημες και αδέξιες. Στην κατηγορία εμπίπτει πανέμορφα μια σειρά από "ρήματα" που έχει συντεθεί από άλλα ρήματα. Ελάτε τώρα, όλοι ξέρουμε για ποια μιλάω. Ανοιγοκλείνω. Μπαινοβγαίνω. Βαζοβγάζω. Αναβοσβήνω. Πηγαινοέρχομαι.
Παραδόξως, από την αξιαγάπητη αυτή σειρά έχουν ξεφύγει διάφορες έννοιες, τις οποίες θέλω να προτείνω:
- Δινοπαίρνω
- Γραφοσβήνω
- Κανοξεκάνω
- Πινοφτύνω
- βαφοξεβάφω
Φαίνεται ότι η παραγωγή αυτή περιορίζεται σε ρήματα ενεργητικής φωνής, γι' αυτό και δεν περιέλαβα και το καθομαισηκώνομαι. Άλλωστε υπάρχει η έκφραση "σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε", που καλύπτει την εννοιολογική λειτουργία του ρήματος.
Και μια και το έφερε η κουβέντα, αναρωτιέμαι πως είναι το blink στα ελληνικά (εκτός από το πανέμορφο "ανοιγοκλείνω τα μάτια").
Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2008
ό,τι κατελάβατε, κατελάβατε
Το ρήμα λαμβάνω, είναι ένα προφανώς χρήσιμο και πολυχρησιμοποιούμενο ρήμα, και επίσης η βάση μιας μεγάλης σειράς συνθέτων ρημάτων. Λίγα δείγματα:
- αναλαμβάνω
- περιλαμβάνω
- εκλαμβάνω
- καταλαμβάνω
- καταλαβαίνω
Ωπ. Κάτι συνέβη εδώ, σε αυτό το τελευταίο. Όλοι ξέρουμε ότι το λαμβάνω κάποια στιγμή έγινε λαβαίνω. Επίσης είναι προφανές από τα παραπάνω (και άλλα), ότι τα παράγωγά του ρήματα δεν το ακολούθησαν. Εκτός φυσικά από το καταλαβαίνω, το οποίο δεν πιάνω πως ακριβώς την είδε. Γενικά δεν ξέρω με ποιον τρόπο ή σειρά έγινε όλο αυτό ("let's not bicker and argue about 'o killed 'o"), αλλά το θέμα δεν είναι αυτό.
Η παραπάνω μικρή ασυνέπεια με βάζει σε πειρασμό να εικάσω ότι προέρχεται από τη συχνή χρήση του ρήματος. Ωστόσο, ακόμα κι έτσι, δε θα ήταν κάτι σημαντικό, εάν δεν υπήρχε και αυτό το καταλαμβάνω. Έτσι, δεν καταλαμβάνω τίποτα. Γλωσσική μίτωση!
Δείτε τώρα τι γίνεται: έστω ότι μιλάμε για το παρόν. Εάν είμαι στρατιωτικός, καταλαμβάνω, ενώ αν είμαι μαθητής, καταλαβαίνω (λέμε τώρα). Καλά μέχρι εδώ. Στο παρελθόν, όμως, ο στρατιωτικός κατέλαβε, ο μαθητής δεν κατάλαβε. Εδώ δεν υπάρχει ίχνος λογικής, αφού ακόμα και το λαβαίνω έχει αόριστο έλαβα! Αλλά φυσικά, ας καταστρατηγήσουμε τους κανόνες, γιατί αλλιώς θα τα μπερδεύουμε, τα δύο ίδια ρήματα. Επόμενος στόχος της επιτροπής αποσαφήνισης: ένα από τα διάλειμμα, διάλυμα θα προφέρεται με ουρανικό λι (εάν το λέω σωστά, χεχε).
Ο μέλλοντας, από την άλλη, είναι πανομοιότυπος. Δεν ξεχωρίζεις γρι. Και εδώ δεν είναι απλά δύο ομόηχες λέξεις τις οποίες ξεχωρίζεις από τα συμφραζόμενα: είναι η ίδια λέξη ακριβώς! Καθυστέρηση.
Δε φτάνει λοιπόν που έχουμε αρχαίες και νέες λέξεις μαζί, που οι μισές κλίνονται ή έχουν χρόνους σύμφωνα με την αρχαία γραμματική, και οι άλλες με τη νέα, που κανείς δεν ξέρει τελικά ποιες αρχαίες λέξεις είναι αποδεκτές και ποιες όχι, έχουμε και λέξεις της αρχαίας, με τις αντίστοιχες τις νέας, ταυτόχρονα! Και έχουν και διαφορετική σημασία. Χαμός.
Εν τω μεταξύ, πάνω στη σημασία, βρήκα το εξής (από εδώ):
[μσν. καταλαβαίνω < αρχ. καταλαμβάνω `κυριεύω, κυριεύω με το μυαλό, εννοώ΄ μεταπλ. κατά το λαμβάνω > λαβαίνω]
Φαίνεται λοιπόν πως μάλλον η σημασία κατανοώ είναι μεταφορική. Τώρα πως φτάσαμε από εκεί, στο να θεωρείται το *κατάλαβα σωστό, και το κατέλαβα λάθος, ένας θεός ξέρει.
Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008
να μείνω; ή να περιμείνω;
Περιμένει κανείς ότι θα υπάρχουν κανόνες, και σε αυτούς τους κανόνες θα υπάρχουν εξαιρέσεις. Και μετά συναντάς το εξής.
Ναι μεν, αν μετακομίσω, θα μείνω σε νέο σπίτι, νέα περιοχή, αλλά εγώ θα παραμείνω ο ίδιος. Θα επιμείνω να με επισκεφθούν στο νέο μου σπίτι όλοι μου οι φίλοι, και θα... ε... θέλω να πω, θα είμαι εδώ όταν έρχονται. Και δε θα φύγω. Πως το λένε. Νομίζω θα περιμείνω. Όχι; Χμ.
Αυτό δεν είναι εξαίρεση, είναι μάλλον χαζομάρα. Αλλά ας προσπαθήσουμε να το εξετάσουμε. Μήπως είναι πραγματική εξαίρεση;
Μήπως ήταν από τα αρχαία χρόνια εξαίρεση; Μπα.
Μήπως είναι αρχαίο ρήμα, το οποίο έχει επιζήσει μόνο του στη νέα ελληνική, και επομένως ακολουθεί πια τους κανόνες της νέας ελληνικής για το σχηματισμό του μέλλοντος; Χουμ. Όχι. Υπάρχουν όλα τα παραπάνω, και μερικά άλλα. Μέχρι και το μείνει έχει μείνει, για το όνομα του θεού. Ο σχηματισμός του μέλλοντος αυτών των ρημάτων (μένω, παράγωγα του νέμω, στέλλω, άντε στέλνω, σπέρνω κ.ά.), έχει επιζήσει ανέπαφος. Και όχι μόνο σε σύνθετα ρήματα, όπου είναι πιο εύκολο να επιζήσουν αρχαίοι τύποι (όπως για παράδειγμα στο παρήγγειλα), αλλά και στο βασικό ρήμα, αυτούσιο.
Οπότε μάλλον κάπου έγινε λάθος και διαιωνίστηκε. Ο εξακολουθητικός μέλλων κάλυψε τον στιγμιαίο. Σε αυτό μάλλον επέδρασε και η σημασία του ρήματος. Αλλά μάλλον αυτό που επέδρασε πιο αποφασιστικά, εκτιμώ, είναι ότι το περιμένω είναι ρήμα που χρησιμοποιείται καθημερινά, από όλους. Βέβαια, και το μένω είναι στην ίδια κατηγορία, αλλά δε νομίζω ότι αυτό αποδεικνύει ότι δε φταίει η συχνή και καθημερινή χρήση για την παραφθορά. Κι άλλες λέξεις έχουν πάθει τα ίδια, αλλά φυσικά δε θα παραφθαρούν όλες οι λέξεις, μόνο μερικές, για τυχαίους λόγους. Άγνωσται αι βουλαί του όχλου.
Γενικά, οι πιο φθαρμένες και ταλαιπωρημένες λέξεις, είναι οι απλές, καθημερινές, που μάλλον επέζησαν την Τουρκοκρατία. Καλογυαλισμένες είναι συχνότερα αυτές που έχουν δημιουργηθεί ή αναστηθεί στα κοραήστικα, ουσιαστικά βγαλμένες από προθήκες, με ευλάβεια.
Παραδείγματα:
- ξέρω
- δίνω
- αυγό
- βγαίνω
- κορίτσι
- αγόρι
- λεφτά
- κουτί
- βάζω
- παντρεύομαι
- πλεμόνι
- παίρνω
Και δεν ανέφερα καν ξένα δάνεια.
Εγώ πάντως, φλερτάρω πολύ με το περιμείνω. Μου φαίνεται ότι είναι όπως οι παραπάνω λέξεις, απλά είναι στην αρχή της διαδικασίας παραφθοράς. Και έχουμε μια ευκαιρία να το σώσουμε, όντες και λίγο συνεπέστεροι. Οπότε, κόσμε, ξεσηκώσου, μην "περιμένεις", γιατί αν "περιμενεις" τώρα, θα "περιμένεις" για πάντα, ίσως και χειρότερα.
Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2008
ο άσφαλτος
Αυτό το ποστ γίνεται για να λύσει μια παρεξήγηση, και έπρεπε μάλλον να είχε γίνει νωρίτερα. Είχα σχεδιάσει να είναι το πρώτο ποστ του μπλογκ, δεδομένου ότι εξηγεί τον τίτλο του, αλλά τελικά το πρώτο μου προέκυψε διαφορετικό. Οπότε ας επανορθώσω.
Αρχικά παραθέτω από εδώ:
Σε συνεντευξη στην Αννα Παναγιωταρεα:
-Εχετε κανει κανενα σφαλμα που το μετανιωσατε;
-Φυσικα. Σε αυτη τη ζωη κανεις δεν ειναι ασφαλτος.
Αντζελα Δημητριου
Επίσης παραθέτω μόνο και μόνο επειδή είναι απίστευτο:
Συνελήφθησαν 25 περίπου λούθροι κουδρομετανάστες (Εκφωνητής Alpha News 98.7FM)
:D
Αχέμ. Επιστρέφουμε στο θέμα μας λοιπόν. Όπως όλος ο κόσμος, κι εγώ γέλασα με τα λόγια της κυρίας Δημητρίου, δεδομένου ότι η παραπάνω παράθεση συνήθως συνοδεύεται από πλειάδα άλλων βλακειών που έχει πει, που είναι αδιαμφισβήτητα πιο άκυρες.
Αργότερα όμως, αναρωτήθηκα εάν είχα δίκιο που γέλασα, αφού η λέξη άσφαλτος, παρά τη (δόκιμη) σύνδεση με το παράγωγο του πετρελαίου με το οποίο απλώνουμε δρόμους, φαίνεται να παράγεται σωστά από τη λέξη σφάλλω, και εκφράζει αυτό ακριβώς που ήθελε να πει η κυρία Δημητρίου.
Πιθανώς η αοιδός, συναγωνίστρια στο σκοπό μου κατά της δοκίμου έκφρασης, να κοίταξε τη δημοσιογράφο παγερά και να της ανέλυσε πως η λέξη άσφαλτος δηλώνει πως το ουσιαστικό το οποίο χαρακτηρίζει είναι απαλλαγμένο από σφάλματα, αφού παράγεται από το ρήμα σφάλλω. Πιθανώς να αναφέρθηκε στα ρηματικά επίθετα σε -τος, όπως το φατός, εκ του φημί. Από την άλλη ίσως και όχι. Δεν έχω δει τη συνέντευξη (και μάλιστα είχα μείνει με την εντύπωση ότι ήταν στην εκπομπή της Έλλης Στάη). Το σημαντικό είναι πως η Γλωσσική Αστυνομία συνέλαβε τη λέξη “άσφαλτος” και την επανέφερε στα γνωστά της καθήκοντα (την πέταξε στο δρόμο), και την αντικατέστησε ύπουλα με τη “δική της” λέξη “αλάθητος”.
Πάντως ο μόνιμος σύμβουλός μου, κύριος Μπαμπινιώτης, αναφέρει τη λέξη και με αυτή τη σημασία της. Και τέλος πάντων, στην προκειμένη περίπτωση πιστεύω ότι ακόμα και αν δεν την ανέφερε, δε θα δίσταζα να ισχυριστώ την ορθότητά της, η οποία φαίνεται σχεδόν σίγουρη. Μάλιστα η παραγωγή της είναι τόσο απλή και προφανής, που ακόμα και ένας άνθρωπος που γενικά έχει δείξει πως η γλώσσα είναι μάλλον ένα τεντωμένο σκοινί πάνω στο οποίο ακροβατεί, την παρήγαγε αυθόρμητα.
Νομίζω ότι αυτήν ακριβώς την πρακτική προσπαθώ να ενθαρρύνω, να μη φοβόμαστε να παράγουμε λέξεις. Προφανώς θα σφάλλουμε κάπου, κανείς δεν είναι άσφαλτος. Ωστόσο οι γλωσσολόγοι θα επισημάνουν αυτά τα λάθη, και μπορούμε να τα αποφύγουμε, χωρίς να θυσιάσουμε τη θάλασσα των λέξεων που δεν χρησιμοποιούμε τώρα υπό το ζυγό του "δοκίμου". Όσο κι αν ανατριχιάζω που το γράφω, πρέπει: μιλήστε όλοι όπως η Άτζελα (sic) Δημητρίου!
Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία του (της, του) ασφάλτου, και είναι μία από τις ιστορίες αυτού του μπλογκ. Προσέξτε. Δεν είμαι εγώ ο άσφαλτος, ακόμα κι αν αυτό νομίζατε ότι υπονοούσα. Ήταν ένα ατόπημα, μια παραδρομή. Ένα λάθος. Χε. Η γλώσσα μας είναι πλούσια σε λέξεις που δηλώνουν το λάθος, και όλες φαίνεται να προσεγγίζουν την έννοιά του, είτε θεωρώντας ότι το λάθος είναι κάτι που κρύφτηκε, που δεν έγινε αντιληπτό, είτε ότι είναι ένα γλίστρημα, μια σούπα.
Παρεμπιπτόντως, έχω αποκτήσει μια δυσπιστία απέναντι σε διάφορες ετυμολογήσεις λέξεων, οι οποίες μαζί με την ετυμολόγηση δίνουν και μια φιλοσοφική/ρομαντική εξήγηση της προέλευσης της λέξης. Μία από αυτές τις λέξεις είναι η αλήθεια (μια άλλη, πιο σίγουρα άκυρη, είναι η λέξη άνθρωπος και τα περί του *άνω θρώσκοντος), για την οποία αν θυμάμαι σωστά μας έλεγαν ότι κυριολεκτικά σημαίνει "αυτό που δεν ξεχνιέται", και κατ' επέκταση αυτό που είναι αλήθεια, γιατί η αλήθεια δεν λησμονείται κ.ο.κ. (και ομόρφως καθεξής).
Και ο κύριος Μπαμπινιώτης αυτό γράφει. Γράφει όμως επίσης ότι η λέξη λήθη, είναι ομόρριζη της λέξης λάθος, και φαίνεται ότι οι λέξεις αυτές είχαν αποκτήσει τη μεταφορική τους σημασία ήδη από την αρχαία εποχή. Μήπως λοιπόν η λέξη αλήθεια δε σχηματίστηκε τόσο ρομαντικά, αλλά σημαίνει κυριολεκτικά "αυτό που δεν είναι λάθος"; Η διαφορά είναι μικρή, οι έννοιες μπλέκονται αρκετά, και επίσης, μη ων γλωσσολόγος, δεν μπορώ να ανακατασκευάσω μια πιθανή κατασκευή της λέξης από το θέμα λαθ-. Απλώς το αναφέρω, σε περίπτωση που κάποιος γνωρίζει και μπορεί να μας διαφωτίσει.
Αυτά περί λαθών, σφαλμάτων και ασφάλτων.
Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2008
Αποριοδρόμιο, παράρτημα
Μετά το προηγούμενο ποστ, κάποια μου επεσήμανε τη λέξη διανεμητέος, και αρχικά σκέφτηκα πως είχα άδικο. Στη συνέχεια, είπα να το ψάξω λίγο, και καθ' ότι προς το παρόν οι πηγές μου δεν είναι και φοβερές, απεθύνθηκα στον αξιαγάπητο Γούγλη.
Βρήκα αυτό. Παραθέτω το σημαντικό:
Τα ρηματικά επίθετα σε -τέος εμφανίζονται από τον 5ο αιώνα και εξής και δηλώνουν την παθητική αναγκαιότητα να συμβεί ή να μη συμβεί ό,τι δηλώνει το ρηματικό επίθετο στο ουσιαστικό που προσδιορίζεται από αυτό, την ανάγκη δηλαδή να συμβεί στο ουσιαστικό ό,τι δηλώνει το ρήμα από το οποίο προέρχεται το ρηματικό επίθετο[...]
Πιθανώς λοιπόν το διανεμητέος δεν είναι απάντηση. Αυτό όμως με έκανε να αναρωτηθώ: πόσο σίγουρος είμαι ότι η κατάληξη -ιμος σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό δύναται να εκτελεί αυτό που δηλώνει το ρήμα από το οποίο σχηματίζονται; Σκέφτομαι ότι ίσως δεν είναι τόσο απόλυτο. Ομολογώ ότι μάλλον έπεσα στην παγίδα, έχοντας στο μυαλό μου την κατάληξη της αγγλικής, -able, η οποία είναι εξαιρετικά χρήσιμη.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η παραπάνω έννοια της κατάληξης -ιμος δεν υπάρχει. Παραθέτω κάτι άλλο που βρήκα:
-ιμος -ιμη -ιμο [imos] & -σιμος -σιμη -σιμο [simos] & -ξιμος -ξιμη -ξιμο [ksimos] & -ψιμος -ψιμη -ψιμο [psimos], ανάλογα με το χαρακτήρα του συνοπτικού ρηματικού θέματος από το οποίο παράγεται : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ρήματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι κατάλληλο, μπορεί ή πρέπει να δεχτεί την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγεται[...]
Εγώ αναφερόμουν στην έννοια της καταλληλότητας και της δυνατότητας, όχι την τρίτη έννοια, του "πρέπει". Χαχα. Εδώ φυσικά, δεν ήθελα να γράψω ένα πρέπει σε εισαγωγικά, αλλά χρειάστηκα μια λέξη η οποία να δηλώνει την ιδιότητα κάποιου προσδιοριζόμενου ότι πρέπει. Την *πρεπότητα, ας πούμε. Αλλά δεν.
Στη συνέχεια της παράθεσης, έχει και παραδείγματα, τα οποία με διευκολύνουν σε αυτό που θέλω να πω. Αρχικά έχει τα εκλέξιμος, εκπαιδεύσιμος, επεξεργάσιμος, τα οποία έχουν ακριβώς την έννοια της δυνατότητας του προσδιοριζόμενου να Χ, όπου Χ το ρήμα από το οποίο προέρχεται η λέξη. Μετά όμως παρατίθεται το κολάσιμος, όπου μάλλον η κατάληξη δηλώνει την *πρεπότητα (όχι θα κάτσω να σκάσω) του κολασμού. Γενικά, οι έννοιες είναι συναφείς και η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο είναι ισχνή, οπότε νομίζω ότι με ασφάλεια μπορούμε να θεωρήσουμε ότι εάν θέλουμε μια τέτοια λέξη (που να δηλώνει τη δυνατότητα), θα χρησιμοποιήσουμε την κατάληξη -ιμος, και κατά περίπτωση οι λέξεις που θα σχηματιστούν μπορεί να έχουν λίγο διαφορετική σημασία, ανάλογα και με την έννοια του ρήματος που θα χρησιμοποιήσουμε.
Ενδιαφέρουσα (αλλά χωρίς βαρύτητα, μάλλον), είναι και η ύπαρξη της κατάληξης ως μετάφρασης του -able εδώ.
Η κατάληξη -τέος, από την άλλη, μου φαίνεται ότι δηλώνει μάλλον ότι το προσδιοριζόμενο είναι ή θα είναι το αντικείμενο του ρήματος, είναι μια πραγματική δήλωση. Περισσότερα για τα ρηματικά επίθετα σε -τος και -τέος, για όποιον ενδιαφέρεται, στο σύνδεσμο στην αρχή του ποστ.
Παρεμπιπτόντως, ψάχνοντας για πληροφορίες πάνω στο θέμα, βρήκα και μια ενδιαφέρουσα συζήτηση σχετικά με ορολογία, και πιο συγκεκριμένα με τη λέξη αγωγιμότητα. Το ενδιαφέρον όμως της συζήτησης για μένα δεν είναι αυτή καθ' εαυτή η αγωγιμότητα, αλλά η αναφορά σε δύο αρχές της ορολογίας:
"[...]αρχή της «Εμμονής στην καθιερωμένη χρήση», μια άλλη, όμως, είναι η αρχή της «Γλωσσικής καταλληλότητας». Η πρώτη απαιτεί να μην αλλάζουμε καθιερωμένους όρους αν δεν υπάρχει σοβαρόςλόγος, ενώ η δεύτερη απαιτεί οι όροι να σχηματίζονταισύμφωνα μετουςκανόνεςτης αντίστοιχης γλώσσας (λ.χ. κανόνες σύνθεσης ή παραγωγής). Η «γλωσσική καταλληλότητα» ενός όρου, και ιδιαίτερα όταν αυτή αφορά σύνθεση και/ή παραγωγή στη γλώσσα μας, μπορεί να είναι πράγματι πολύ σοβαρός λόγος ώστε να παρακαμφθεί η αρχή της καθιερωμένης χρήσης."
Δεν ήξερα την ύπαρξη της πρώτης, αν και φανταζόμουν την ύπαρξη της δεύτερης. Συμφωνώ απόλυτα με τον κύριο. Η Γλωσσική Καταλληλότητα γαμάει την εμμονή στην καθιερωμένη χρήση (χωρίς κεφαλαία), όπου κι όποτε θέλει. Άντε γιατί έχουν αρχίσει και οι εφημερίδες να γράφουν *συγνώμη, και φορτώνω. Ασταδιάλα ρε. Κάτι τέτοιες αρχές (όπως και μια άλλη για την οποία διάβαζα τελευταίως σε μια πανέμορφη σελίδα, η αρχή της προφύλαξης, αν και είναι πολύ πιο δικαιολογημένη), είναι κατά τη γνώμη μου για μπάτσες (δε με ρώτησε κανείς, δυστυχώς).
Πραγματικά, η λογική αυτής της αρχής μου είναι αδιανόητη. Κάποτε όλος ο κόσμος νόμιζε ότι η Γη ήταν επίπεδη, και ότι στηριζόταν στην πλάτη ελεφάντων, κι αυτοί με τη σειρά τους στην πλάτη μιας γιγάντιας χελώνας. Ή τέλος πάντων, κάποιο από όλα αυτα ( ;-) ). Δηλαδή τι; "Ανακαλύψαμε ότι η Γη τελικά δεν είναι επίπεδη", "ναι αλλά αν αρχίσουμε να το διαδίδουμε, ο κόσμος θα μπερδευτεί. Άσε καλύτερα". Και μην ακούσω ότι είναι διαφορετικό. Το *συγνώμη είναι ένα μικρό και εμφανές δείγμα, αλλά είμαι σίγουρος ότι η συχνή χρήση έχει καταστρέψει πολλές ακόμα λέξεις, καθώς και εκφράσεις και έννοιες, και σε όλα υπάρχει το αντικειμενικά σωστό, και το λάθος. Γιατί να μην το επιβάλλουμε λοιπόν; Πέρα από την ευρεία διάδοση του λάθους, δεν υπάρχει κάποια άλλη υπεράσπιση για τύπους όπως το *συγνώμη. Και η ευρεία διάδοση του λάθους δεν μπορεί να αποτελεί λόγο ύπαρξης. Να πεθάνει, λοιπόν.
Κυριακή 31 Αυγούστου 2008
Αποριοδρόμιο
Πάντως το πεζοδρόμιο θα ήταν περίεργο όνομα για το δρόμο όπου περπατάνε και οι πεζοί και διασχίζουν τα αυτοκίνητα. Πρώτα πρώτα, δε θα είναι “δρόμος”, οπότε πως θα πηγαίνουν εκεί τα αυτοκίνητα; Ίσως αν το λέγαμε πεζόδρομο, όπως τώρα, να λύνονταν τα πράγματα. Επομένως, ας πούμε τη λωρίδα των ποδηλάτων, ποδηλατοδρόμιο. Πολύ όμορφα, δεν έχω αντίρρηση να οδηγώ το ποδήλατό μου στο ποδηλατοδρόμιο, αφού οι πεζοί περπατούν στο πεζοδρόμιο. Ισότητα. Ωστόσο δυσκολεύομαι λίγο με την ιδέα του ποδηλατοδρόμου Ολυμπιακών Διαστάσεων που βρίσκεται στο ΟΑΚΑ. Δηλαδή τι δρόμος είναι αυτός; Που πάει; Μου φαίνεται ότι κάνει κύκλους. Νομίζω ότι τελικά θα πάρω το αυτοκίνητό μου. Μια χαρά, θα οδηγώ στο δρόμο και τον αυτοκινητόδρομο, μπορεί να περάσω και κανέναν πεζόδρομο. Φυσικά, ούτε λόγος για να πάω στο αεροδρόμιο.
Το θέμα είναι πως ενώ αυτές οι λέξεις, ομολογουμένως, δεν παρουσιάζουν κανένα ορατό πρόβλημα στην καθημερινή γλώσσα, αποτελούν ένα δείγμα ασυνέπειας στην παραγωγή όρων (και εκτός αυτού, έχουν και πλάκα). Αυτό μπορεί να φαίνεται αρκετά αθώο, αλλά νομίζω ότι είναι σύμπτωμα της φιλοσοφίας που διακατέχει τη νεοελληνική (τουλάχιστον τη σχολική διδασκαλία της): μαθαίνουμε να χρησιμοποιούμε τις λέξεις ως έχουν, ενώ κανείς δε μας ωθεί να παραγάγουμε λέξεις. Ούτε και μας το απαγορεύει, βέβαια, αλλά δεν ενθαρρύνεται κιόλας.
Νομίζω ότι η ελληνική είναι μια γλώσσα της οποίας η παραγωγή λέξεων είναι μάλλον το φόρτε της, και ο ελληνικός λόγος θα ήταν πιστεύω πολύ πληρέστερος και πλουσιότερος, εάν η παραγωγή λέξεων ενθαρρυνόταν στην εκπαίδευση. Και δε μιλάω για ορολογία, όπως τα βλακοδρόμια και τα λοιπά, αλλά για λέξεις που μπορεί να χρειαστούν στην καθημερινή αλλά και στην όχι καθημερινή ομιλία.
Το αποτέλεσμα, πιστεύω, δε θα ήταν ότι θα παραγάγαμε περισσότερες λέξεις. Όχι κάτι τόσο ποσοτικό. Το πλεονέκτημα θα ήταν ότι θα αναγκαζόμαστε να αναζητήσουμε τρόπους παραγωγής λέξεων που θα παρήγαγαν έγκυρες λέξεις, θα αποκτούσαμε δηλαδή ένα σύνολο τυπικών κανόνων οι οποίοι θα διεύρυναν το φάσμα των εννοιών που καλύπτουμε.
Όπως έχουν τα πράγματα, ο μόνος κανόνας παραγωγής που θυμάμαι να μάθαμε στο σχολείο, είναι πως όταν φτιάχνεις μια σύνθετη λέξη, εισάγεις ένα -ο- ανάμεσα στα συνθετικά :-\ τίγκα στην ευελιξία. Πουθενά δε μάθαμε πως φτιάχνεται ένα ουσιαστικό που δηλώνει το αποτέλεσμα ενός ρήματος, για παράδειγμα. Μαθαίναμε για υπάρχουσες λέξεις, ότι παρήχθησαν έτσι, και μάλιστα μας ανέφεραν πάνω-κάτω πως, αλλά δε φαίνεται να σκέφτηκε κανείς ότι μπορούμε να το κάνουμε και σήμερα αυτό. Για παράδειγμα, η λέξη πτώση, δηλώνει την πράξη του ρήματος πίπτω. Για το ρήμα βάλλω, όμως, η αντίστοιχη ενέργεια (*βλήση;) δεν υπάρχει. Άλλες αδέξιες προσπάθειες που έκανα για να την εκφράση είναι οι λέξεις πέταγμα (που χαντακώνεται από το ότι είναι πιο δόκιμη η έννοια που βασίζεται στο αμετάβατο πετάω), και ρίξιμο, η οποία όπως ανακάλυψα, υπάρχει και στο λεξικό του κου Μπαμπινιώτη. Ομολογώ ότι δε με ικανοποιεί. Κάτι που να προέρχεται από τη ρίζα του βάλλω, δεν έχετε; Η απάντηση είναι πως δεν τις φτιάχνει πια το εργοστάσιο.
Είναι αστείο πως η λέξη βλήμα υπάρχει και χρησιμοποιείται κανονικότατα. Παρατηρήστε την και τη λέξη πτώμα. Πραγματικά νιώθω έτσι:
Είναι σπαστικό.
Επίσης θέλω να ξεκαθαρίσω ότι γνωρίζω ότι αυτά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Κάθε φράση της μορφής "αυτή λέξη προέρχεται από αυτό το ρήμα" είναι μια υπεραπλούστευση. Οι γλωσσικοί μηχανισμοί γύρω από την παραγωγή λέξεων είναι μάλλον περίπλοκοι. Ωστόσο, υπάρχουν και εργαλεία, όπως οι κατάληξη -ιμος για παράδειγμα, που φαίνεται ότι είναι γενικής χρήσης. Όπως λέω βιώσιμος (πολύ δόκιμη λέξη), πρέπει να μπορώ να φτιάξω κάπως και το επίθετο που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο χαρακτηρίζει μπορεί να διανεμηθεί. *Διανεμήσιμος; *Διανομήσιμος; Δε νομίζω. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Απλώς προς το παρόν τίποτα δεν μπορεί να διανεμηθεί σε αυτή τη χώρα, παρά μόνο περιφραστικά.
Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008
διαφωνείτε; ελπίζω να είστε πολλοί.
Συχνά τα πράγματα είναι απλά. Ο 'όχλος', ως αναμένεται, έχει πληθυντικό 'οι όχλοι'. Είναι βέβαια αξιοσημείωτο ότι ο όχλος δεν έχει ιδιαίτερη ανάγκη από πληθυντικό: πολλοί όχλοι είναι μάλλον ένας μεγάλος όχλος, οπότε η αναγκαιότητα αυτής της λέξης είναι μάλλον ασήμαντη. Και αυτή δεν είναι η μόνη λέξη που δεν χρειάζεται πληθυντικό. Ωστόσο, αυτό δεν είναι κάτι κακό. Μπορεί κάποτε, κάποια βασανισμένη ψυχή να χρειαστεί κάποια τέτοια λέξη, όπως οι όχλοι, οι διαχρονικότητες, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
(για παράδειγμα, εμάς στο σχολείο μας είπαν στα αρχαία ότι τα ονόματα στα αρχαία δεν έχουν πληθυντικούς, όμως ο Κώστας Καρυωτάκης έγραψε κάποτε μια μπαλάντα, για την οποία χρειάστηκε διαφόρους πληθυντικούς ονομάτων. Κάποιος θα επιχειρηματολογήσει ότι ο Καρυωτάκης χρησιμοποίησε επώνυμα, και μάλιστα ξένων, οπότε αυτό δεν είναι καλό παράδειγμα. Αυτός ο κάποιος θα είναι κακός, και καλά θα κάνει να μην προσποιείται ότι δεν κατάλαβε τι θέλω να πω. Κανένας δε μας λέει ότι ο Καρυωτάκης δεν ήθελε να περιλάβει και Έλληνες στους άδοξους ποιητές, αλλά δίστασε λόγω της ασάφειας επί του θέματος. Άχρηστη παρένθεση τέλος )
Το πρόβλημα εντοπίζεται όταν κάποιοι τύποι χρειάζονται μεν αλλά δεν υπάρχουν. Με αυτό θέλω να πω ότι, οι τύποι πάντα υπάρχουν, αλλά όσο να 'ναι, εάν χρειάζεσαι τη γενική πληθυντικού του 'λαβράκι', το λαβρακιών θυμίζει εσώρουχα, ενώ το λαβρακίων είναι μάλλον άστοχο.
Και κάποιες άλλες φορές, οι τύποι υπάρχουν, είναι ευέλικτοι, χρήσιμοι, έυηχοι... αλλά είναι 'αδόκιμοι', τημπουτάναμου. Ένα κλασικό παράδειγμα, το οποίο μου είχε κάνει εντύπωση από παλιά, είναι η λέξη 'διαφωνούντες'. Τη λέξη τη συναντάς παντού, και κυρίως σε επίσημα κείμενα, όπως άρθρα, ανακοινώσεις, δικαστικά έγγραφα και στις ειδήσεις. Δεν ξέρω πως στο καλό κατάφερε να περάσει για δόκιμη, αλλά το θέμα είναι ότι όλοι την αγαπάνε. Ο Γούγλης απαντά με κάπου 8.250 σελίδες όταν τον ρωτήσεις τη γνώμη του. Όταν όμως τολμήσει ένας μόνος του να εκφράσει τη διαφωνία του, η γλώσσα πνίγεται σε μια κουταλιά νερό, και δεν ξέρει πως να τον ονομάσει. Αυτός μπορεί να είναι 'διαφωνών', όμως ποιος θα τον αποκαλέσει έτσι; Αυτό είναι αρχαία μετοχή. Είναι... ΑΔΟΚΙΜΗ (ακόμα κι αν προσθέσουμε τα 40 αποτελέσματα για το "η διαφωνούσα").
Προφανώς, ο αγαπητός Γούγλης, που μας έδωσε και χώρο για να κάνουμε μπλογκ (δοξασμένο το bandwidth του), δεν είναι απόδειξη καμιάς γλωσσολογικής πρότασης, είναι όμως μια πρόχειρη ένδειξη της κατάστασης. Από την άλλη, είναι αξιοσημείωτο πως στο λεξικό του κου Μπαμπινιώτη, η λέξη διαφωνών αναφέρεται κανονικά. Και προφανώς άνθρωποι που έχουν μεγαλώσει μαθαίνοντας καθαρεύουσα, ή που έχουν έστω και στοιχειώδες ενδιαφέρον ή γνώση για τα αρχαία, θα τη χρησιμοποιήσουν.
Το θέμα δεν είναι η συγκεκριμένη λέξη. Το θέμα είναι πως, με κάποιο μαγικό τρόπο, στη νεοελληνική έχουν επιζήσει εκφράσεις, τύποι, λέξεις της αρχαίας και της καθαρεύουσας, και έχουν καταντήσει "μαύρα κουτιά". Χρησιμοποιούνται ως έχουν, όχι λειτουργικά, αλλά διακοσμητικά (εάν χρησιμοποιούνταν λειτουργικά, θα έπρεπε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν και άλλοι τύποι τους, ανάλογα με τις ανάγκες του λόγου). Δείχνουν κυρίως ότι ο ομιλητής είναι γαμάτος, ξέρει και τη λέξη 'διαφωνούντες', π.χ. Και εάν πας εσύ να τις κλίνεις, να τις χρησιμοποιήσεις σε κάτι που θες να πεις, βρε αδερφέ, σε κοιτάνε ξινά λες και είπες 'της οδός'. Άμα πέσεις και σε φιλόλογο, μπορεί και να σε διορθώσει κι από πάνω. Άει σιχτήρ, δηλαδή.
Το θέμα είναι πως η ενεργητική μετοχή είναι πολύ χρήσιμη, και δεν υπάρχει καμία μα καμία λογική στην κατάργησή της. Και μην ακούσω τίποτα για δυσκολία εκμάθησης. Την παθητική μετοχή μια χαρά ξέρουμε να την κλίνουμε. Α, και η αστεία λεπτομέρεια της ημέρας: η παθητική μετοχή δε χρησιμοποιείται επιρρηματικά! Χοχο. Καταμερισμός.
Θα μπορούσα να συνεχίσω για πολύ ακόμα, αλλά μάλλον δε θα το κάνω για να μην παραγίνω κουραστικός. Στο διάολο οι διαφωνούντες, λοιπόν. Εγώ διαφωνώ μόνος μου, κι άμα τολμάτε αποκαλέστε με με την ιδιότητά μου. Ο τολμών και χάριν έχει, που λέει και η παροιμία. Δηλαδή, θέλω να πω, ο γοργών νικά. Δηλαδή αφήστε με, μπερδεύτηκα με όλες αυτές τις ενεργητικές μετοχές. Αυτά.
Δευτέρα 25 Αυγούστου 2008
Γεια σου, κόσμε!
Καλώς σας βρήκα.
Αυτό θα είναι ένα μπλογκ που θα ασχοληθεί με κενά, παράδοξα, και διάφορα άλλα ηλίθια φαινόμενα της νεοελληνικής γλώσσας.
Δεν είμαι γλωσσολόγος, ούτε φιλόλογος (μάλιστα το μπλογκ θα δείξει μάλλον εχθρικές διαθέσεις απέναντι στους δεύτερους). Είχα απλώς από πάντα ενδιαφέρον για τη γλώσσα. Πιστεύω ότι στην πορεία του μπλογκ, μπορεί να φανεί πως έχω αυταπάτες για τη βαρύτητα της αποψής μου, αλλά θέλω από τώρα να ξεκαθαρίσω πως έχω υπ' όψιν μου ότι αυτά που γράφω μπορεί να έχουν λάθη τα οποία δεν αντιλαμβάνομαι. Παρακαλώ όσους έχουν άποψη με βαρύτητα, να με διορθώσουν. Δεδομένης της έλλειψης ακαδημαϊκής παιδείας μου στο θέμα, μόνο έτσι θα μπορέσει το μπλογκ να μην είναι μια συλλογή από παπαριές που σκέφτηκα μόνος μου.
Κάτι ακόμα που θέλω να αναφέρω, από την αρχή, είναι ότι απεχθάνομαι το "δόκιμο". Πιστεύω ότι η εικόνα του φιλολόγου που διαγράφει μια λέξη από μια έκθεση, και την αντικαθιστά με μια "πιο δόκιμη", μας είναι εγκληματικά οικεία. Είναι η πηγή της κατάντιας της νεοελληνικής.
Και δεν πιστεύω ότι η νεοελληνική είναι αυτό το άρτιο , υπερπλήρες και πανέμορφο φαινόμενο, όπως προσπαθούσαν να μας πείσουν στο σχολείο. Τη βλέπω μάλλον σαν έναν άρρωστο, γέρο και δυσκίνητο οργανισμό, που κρατείται στη ζωή από γλωσσικά τεχνάσματα και μεταμοσχεύσεις κακής ποιότητας. Δε νομίζω ότι έχει συνέλθει (ούτε ότι θα συνέλθει ποτέ) από τους άγριους ξυλοδαρμούς που έχει δεχτεί τους τελευταίους πέντε-δέκα αιώνες. Οι πληγές έγιαναν πάνω από ακόμα σπασμένα κόκκαλα, κάποια άκρα με γάγγραινα κόπηκαν βιαστικά, με στομωμένα όργανα, και άφησαν πολλή μόλυνση.
Αρκετά με αυτά. Ας πούμε ένα δυο πράγματα για το μπλογκ. Έτσι όπως το βλέπω τώρα (που δεν είναι απαραίτητο ότι θα γίνει και έτσι), κάθε ποστ θα ασχολείται με ένα ηλίθιο φαινόμενο της νεοελληνικής, που θα μπορεί να είναι διαφόρων τύπων (π.χ. εννοιολογικό κενό, παράδοξο, παγίδευση εννοιών και άλλα τέτοια), και τα labels των ποστ θα έχουν μάλλον τον τύπο της ηλιθιότητας. Ακόμα δεν έχω λίστα με όλους τους τύπους, οπότε αυτό θα σχηματιστεί στην πορεία.
Και για να πούμε και τίποτα ον τόπικ, αρχίζω με μια απορία, που με έχει βασανίσει για πολύ καιρό. Πως στο καλό λέγεται στη νεοελληνική το join (το ρήμα); Και μην δω καμιά περίφραση, γιατί δε θα έχουμε καλή αρχή εδώ μέσα.